προϋπάντηση

προϋπάντηση
[-ις (-εως)] η встреча, приём (гостя и т. д.);

σπεύδω σε προϋπάντηση — спешить навстречу (гостю и т. д.);

εξήλθε εις προϋπάντησίν μου он вышел меня встретить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "προϋπάντηση" в других словарях:

  • προϋπάντηση — η / προϋπάντησις, ήσεως, ΝΜ [προϋπαντῶ] μετάβαση για συνάντηση κάποιου που έρχεται, υποδοχή κάποιου …   Dictionary of Greek

  • προϋπάντηση — η υποδοχή, συνάντηση πριν από το τέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαντή — η (AM ἀπαντή) [απαντώ] μσν. νεοελλ. συνάντηση, προϋπάντηση αρχ. η απάντηση …   Dictionary of Greek

  • συναπάντημα — το, ΝΜ, και συναπάντεμα Ν [συναπαντῶ] νεοελλ. 1. τυχαία συνάντηση 2. προϋπάντηση 3. καθετί που συναντά κανείς τυχαία 4. φρ. «καλό [ή κακό] συναπάντημα» πρόσωπο ή πράγμα με το οποίο η τυχαία συνάντηση θεωρείται καλός [ή κακός] οιωνός μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • υπάντη — ή ὑπαντή, ἡ, ΜΑ [ὑπαντῶ] προϋπάντηση, συνάντηση («προποδίσαι εἰς ὑπαντήν», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • υπάντηση — η / ὑπάντησις, ήσεως, ΝΑ [ὑπαντῶ] προϋπάντηση, συνάντηση αρχ. 1. απάντηση, απόκριση («πρόχειρος δ ἐστὶ καὶ πρὸς τοῡτο ὑπάντησις», Σέξτ. Εμπ.) 2. αστρολ. συνάντηση ουράνιων σωμάτων …   Dictionary of Greek

  • υπαπάντησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑπαπαντῶ] υπάντηση, προϋπάντηση …   Dictionary of Greek

  • υπαπαντή — Δεσποτική εορτή, που τελείται σαράντα μέρες από τη γέννηση του Χριστού, (στις 2 Φεβρουαρίου), σε ανάμνηση της υποδοχής του Ιησού στο ναό από το Συμεών, και του καθαρισμού της Θεοτόκου από τη λοχεία. Στη Δ. Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η Υ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • υποδοχή — η / ὑποδοχή, ΝΜΑ [ὑποδέχομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδέχομαι νεοελλ. 1. φιλική δεξίωση, προϋπάντηση 2. ο τρόπος ή η διάθεση με την οποία δέχεται κανείς κάποιον ή κάτι (α. «δεν ήταν και πολύ θερμή η υποδοχή που τού έκανε» β. «οι… …   Dictionary of Greek

  • υποδοχή — η 1. προϋπάντηση, καλωσόρισμα: Πήγαν στην αποβάθρα για την υποδοχή του υπουργού. 2. ο τρόπος, η διάθεση ή η αντίδραση με την οποία δέχεται κανείς κάποιον ή κάτι: Του έκανε άσχημη υποδοχή η γυναίκα του. 3. ιδιαίτερος χώρος σε κατοικία, το καλό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»